σίκερα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- σίκερα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σίκερα ουδέτερο
- οινοπνευματώδες ποτό από υγρό που έχει υποστεί ζύμωση
- ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίῃ, καὶ Πνεύματος ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ, (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, α΄ 15)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.