σιδηροτροχιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιδηροτροχιά | οι | σιδηροτροχιές |
| γενική | της | σιδηροτροχιάς | των | σιδηροτροχιών |
| αιτιατική | τη | σιδηροτροχιά | τις | σιδηροτροχιές |
| κλητική | σιδηροτροχιά | σιδηροτροχιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιδηροτροχιά < → λείπει η ετυμολογία

σιδηροτροχιές δίπλα σε λίμνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.