τριαντάρικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τριαντάρικο | τα | τριαντάρικα |
| γενική | του | τριαντάρικου | των | τριαντάρικων |
| αιτιατική | το | τριαντάρικο | τα | τριαντάρικα |
| κλητική | τριαντάρικο | τριαντάρικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τριαντάρικο < τριαντάρ(ι) + -ικο
Μεταφράσεις
τριαντάρικο
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τριαντάρικο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τριαντάρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.