ταῦρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταῦρος οἱ ταῦροι
      γενική τοῦ ταύρου τῶν ταύρων
      δοτική τῷ ταύρ τοῖς ταύροις
    αιτιατική τὸν ταῦρον τοὺς ταύρους
     κλητική ! ταῦρε ταῦροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταύρω
γεν-δοτ τοῖν  ταύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταῦρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ταῦρος, -ου αρσενικό

  • (θηλαστικό ζώο) ο ταύρος
  • για το τοπωνύμιο και τον αστερισμό  δείτε με κεφαλαίο: Ταῦρος

Συνώνυμα

  • ταῦρος βοῦς

Συγγενικά

  • ταυρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ταυρο- στο Βικιλεξικό όπως ταυροφάγος, ταυρόκερως, ταυρέλαφος

και

  • ἀποταυρόομαι
  • ἀπόταυρος
  • βουτραγοταυράνθρωπος
  • ἱππόταυρος
  • ἰσόταυρος
  • Κένταυρος & συγγενικά
  • μοσχόταυρος
  • θεόταυρος
  • συνταυροτάφος
  • ταυράριος
  • ταυράω
  • ταυρεία
  • ταύρειος
  • ταυρηδόν
  • ταυριάω
  • ταυρικός
  • ταυρόομαι, ταυροῦμαι
  • ταυρώδης
  • ταυρωπός
  • ταυρωτικός
  • ὑποταύριον
  • ζυγόταυρον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.