υποφέρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποφέρω < αρχαία ελληνική ὑποφέρω < ὑπό + φέρω

Ρήμα

υποφέρω

  1. (μεταβατικό) αντέχω πόνο, βάσανο ή άλλη αρνητική εμπειρία
    δεν την υποφέρω τη ζέστη πια
  2. (αμετάβατο) νιώθω ένα έντονα αρνητικό αίσθημα, πόνο σωματικό ή ψυχικό, βρίσκομαι κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες
    υποφέρω από τη ζέστη / από αρρώστια / από τον θάνατο αγαπημένων προσώπων / από φτώχια κλπ

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.