τραβιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τραβιέμαι < παθητική φωνή του τραβώ
Ρήμα
τραβιέμαι αόριστος: τραβήχτηκα, μετοχή παρακειμένου: τραβηγμένος
- με τραβούν
- ασχολούμαι για πολύ καιρό με υπόθεση που με ταλαιπωρεί, ταλαιπωρούμαι
- έχω μια μακροχρόνια ερωτική σχέση (συχνά εννοείται ότι αυτή σχέση είναι προβληματική ή αδιέξοδη)
- εφαρμόζω την πρακτική της διακοπτόμενης συνουσίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.