τορβάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τορβάς οι τορβάδες
      γενική του τορβά των τορβάδων
    αιτιατική τον τορβά τους τορβάδες
     κλητική τορβά τορβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τορβάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική torba < περσική طوربه (tobra, σάκος)

Ουσιαστικό

τορβάς αρσενικό

  1. σακίδιο πλεκτό ή υφαντό από χοντρό μάλλινο ύφασμα, συνήθως πολύχρωμο, το οποίο κρέμεται στον ώμο για τη μεταφορά τροφίμων στην εργασία ή κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας
     συνώνυμα: ταγάρι
  2. σακίδιο με την τροφή των ζώων για τάισμα
     συνώνυμα: ταΐστρα
  3. (μεταφορικά) άξεστος άνθρωπος

Εκφράσεις

  • βάζω το κεφάλι μου στον τορβά: κάνω κάτι επικίνδυνο
  • βάζω στον τορβά: εξαπατώ κάποιον
  • (ιδιωματικό) κάπα, τροβά και τφέκι: αυτόνομη προσωπική δράση και πορεία που δε λαμβάνει υπόψη άλλους
      Οι πονηροί ζουν στον κόσμο τους. Κατά το κοινώς λεγόμενο, "κάπα τρουβά κι τφεκι"
    Νικόλαος Ιωάν. Παπαγεωργίου, «Κατά το κοινῶς λεγόμενο... “κάπα τρουβά κι τφεκι”», www.fatsimare.gr, 04-01-2022, πρόσβαση: 30-07-2022
      ναι δεν παρουσιάζουν καμία λύση για αυτά που ζούμε. κάπα, τροβά και τουφέκι είναι η μόνη λύση
    Παναγιώτης Πολίτης, σχόλιο, katohika.gr, 13-09-2021, πρόσβαση: 30-07-2022.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.