torba
Ιταλικά
(it)
Ουσιαστικό
torba
(it)
θηλυκό
τύρφη
Καταλανικά
(ca)
Ουσιαστικό
torba
(ca)
θηλυκό
τύρφη
Πολωνικά
(pl)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈtɔrba
/
ⓘ
Ουσιαστικό
torba
(pl)
θηλυκό
η
τσάντα
(
κοινά
) ο
μάρσιπος
≋
ταυτόσημα
:
marsupium
Συγγενικά
torebka
torebeczka
Σλοβενικά
(sl)
Ουσιαστικό
torba
(sl)
η
τσάντα
Τουρκικά
(tr)
Ουσιαστικό
torba
(tr)
τορβάς
,
ταγάρι
Αλλόγλωσσα παράγωγα
νέα ελληνική
:
δουρβάνι
νέα ελληνική
:
τορβάς
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.