ταΐστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταΐστρα | οι | ταΐστρες |
| γενική | της | ταΐστρας | των | ταϊστρών |
| αιτιατική | την | ταΐστρα | τις | ταΐστρες |
| κλητική | ταΐστρα | ταΐστρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ταΐστρα για πουλιά (με... επισκέπτη!)
Ουσιαστικό
ταΐστρα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ταΐζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.