τιμονιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τιμονιά | οι | τιμονιές |
| γενική | της | τιμονιάς | των | τιμονιών |
| αιτιατική | την | τιμονιά | τις | τιμονιές |
| κλητική | τιμονιά | τιμονιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τιμονιά < {{προσφ|τιμόνι|.1=τιμόν(ι)|-ιά]]
Μεταφράσεις
τιμονιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.