στραβοτιμονιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στραβοτιμονιά οι στραβοτιμονιές
      γενική της στραβοτιμονιάς των στραβοτιμονιών
    αιτιατική τη στραβοτιμονιά τις στραβοτιμονιές
     κλητική στραβοτιμονιά στραβοτιμονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στραβοτιμονιά < στραβ(ός) + -ο- + τιμονιά

Ουσιαστικό

στραβοτιμονιά θηλυκό

  1. ο εξ απειρίας ή αμελείας κακός χειρισμός του τιμονιού ή του πηδαλίου
  2. (μεταφορικά) λανθασμένος χειρισμός υπόθεσης ή κατάστασης
  3. (μεταφορικά) ηθικό παράπτωμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.