στραβοτιμονιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στραβοτιμονιά | οι | στραβοτιμονιές |
| γενική | της | στραβοτιμονιάς | των | στραβοτιμονιών |
| αιτιατική | τη | στραβοτιμονιά | τις | στραβοτιμονιές |
| κλητική | στραβοτιμονιά | στραβοτιμονιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
στραβοτιμονιά θηλυκό
- ο εξ απειρίας ή αμελείας κακός χειρισμός του τιμονιού ή του πηδαλίου
- (μεταφορικά) λανθασμένος χειρισμός υπόθεσης ή κατάστασης
- (μεταφορικά) ηθικό παράπτωμα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
στραβοτιμονιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.