οιακοστρόφιο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οιακοστρόφιο < οίαξ + στρέφω

Ουσιαστικό

οιακοστρόφιο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος): αυτό που στρέφει τον οίακα του πηδαλίου του πλοίου, το υπό μορφή ρόδακα τιμόνι των πλοίων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.