ρυμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρυμός | οι | ρυμοί |
| γενική | του | ρυμού | των | ρυμών |
| αιτιατική | τον | ρυμό | τους | ρυμούς |
| κλητική | ρυμέ | ρυμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρυμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥυμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾiˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρυ‐μός
Ουσιαστικό
ρυμός αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρύμη
- τιμόνι
- τιμονόλουρο
Μεταφράσεις
ρυμός
|
|
Πηγές
- σημασίες 1), 2) ρυμός σελ.6439 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- ρυμός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- ρύμη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.