κοτλέ
Νέα ελληνικά (el)

Η χαρακτηριστική υφή του κοτλέ
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κοτλέ ουδέτερο άκλιτο (εξελληνισμένος πληθυντικός: τα κοτλέδια)
- είδος μαλακού βελούδινου υφάσματος με ρίγες
- (ως επίθετο) για το ρούχο που είναι φτιαγμένο απ' αυτό το ύφασμα
- κοτλέ παντελόνι, κοτλέ σακάκι
Συγγενικά
- κοτλές
-
κοτλέ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.