jean

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

jean < μέση αγγλική Gene (Γένοβα) < παλαιά γαλλική Janne. Από τη γαλλική Bleu de Gênes (μπλε της Γένοβας), που αναφερόταν στη βαφή μπλε χρώματος που φτιαχνόταν στη Γένοβα, για το χρωματισμό υφασμάτων που κατασκευάζονταν στη Νιμ (γαλλικά Nîmes → de Nîmes [= από τη Νιμ] → αγγλικά denim [= ντένιμ]).

Προφορά

ΔΦΑ : /dʒiːn/
      ενικός         πληθυντικός  
jean jeans

jean (en)

Παράγωγα

  • bejeaned
  • jeaned
  • jeans
  • satin jean



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
jean jeans

Προφορά

ΔΦΑ : /dʒin/
ομόηχο: gin

Ουσιαστικό

jean (fr) αρσενικό

  1. το τζιν ύφασμα
  2. το παντελόνι τζιν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.