jean
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- jean < μέση αγγλική Gene (Γένοβα) < παλαιά γαλλική Janne. Από τη γαλλική Bleu de Gênes (μπλε της Γένοβας), που αναφερόταν στη βαφή μπλε χρώματος που φτιαχνόταν στη Γένοβα, για το χρωματισμό υφασμάτων που κατασκευάζονταν στη Νιμ (γαλλικά Nîmes → de Nîmes [= από τη Νιμ] → αγγλικά denim [= ντένιμ]).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.