τεῦχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| τευχεσ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | τεῦχος | τὰ | τεύχη - τεύχεᾰ | |
| γενική | τοῦ | τεύχους - τεύχεος | τῶν | τευχῶν - τευχέων | |
| δοτική | τῷ | τεύχει - τεύχεῐ̈ | τοῖς | τεύχεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | τεῦχος | τὰ | τεύχη - τεύχεα | |
| κλητική ὦ! | τεῦχος | τεύχη - τεύχεα | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεύχει - τεύχεε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | τευχοῖν - τευχέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- τεῦχος < τεύχω (φτιάχνω, κατασκευάζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dheugh- (> τυγχάνω)
Ουσιαστικό
τεῦχος ουδέτερο
- εργαλείο, όργανο, σκεύος οικιακής χρήσης
- αγγείο (σπονδών)
- τεφροδόχος
- κάλπη
- (οπλισμός) όπλο, οπλισμός, πανοπλία ιδίως στον πληθυντικό (τεύχεα)
- (ναυτικός όρος) αρματωσιά πλοίου
- ιπποσκευή
- (ελληνιστική σημασία) κώδικας από φύλλα παπύρου ή περγαμηνής
- (ελληνιστική σημασία) θήκη ρολών παπύρου, ρολό παπύρου
Εκφράσεις
- τεῦχος νεοσσῶν: αβγό
Συγγενικά
|
Πηγές
- τεῦχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τεῦχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, ed. Hachette, 1901, 865-866
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.