αρματωσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρματωσιά | οι | αρματωσιές |
| γενική | της | αρματωσιάς | των | αρματωσιών |
| αιτιατική | την | αρματωσιά | τις | αρματωσιές |
| κλητική | αρματωσιά | αρματωσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρματωσιά < μεσαιωνική ελληνική αρματωσιά < αρματωσία < αρματώνω (*αρματωσ-) + -ία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.ma.toˈsça/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.