τεῖχος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τεῖχος τὰ τείχη - τείχε
      γενική τοῦ τείχους - τείχεος τῶν τειχῶν - τειχέων
      δοτική τῷ τείχει - τείχεῐ̈ τοῖς τείχεσ(ν)
    αιτιατική τὸ τεῖχος τὰ τείχη - τείχεα
     κλητική ! τεῖχος τείχη - τείχεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τείχει - τείχεε
γεν-δοτ τοῖν  τειχοῖν - τειχέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τεῖχος, ήδη ομηρικό < *θεῖχ-ος με προληπτική αφομοίωση του θ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeyǵʰ-. Παράλληλος τύπος, το τοῖχος.[1]

Ουσιαστικό

τεῖχος, -εος ουδέτερο

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • αἱρησιτείχης
  • ἀμφιτειχής
  • ἀνατειχισμός
  • ἀνατειχίζω
  • ἀνταποτειχίζω
  • ἀντεπιτειχίζω
  • ἀντιτείχισμα
  • ἀντιτειχίζω
  • ἀποτείχισις
  • ἀποτείχισμα
  • ἀποτειχισμός
  • ἀποτειχίζω
  • ἀτείχιστος
  • διατείχισμα
  • διατειχισμός
  • διατειχίζω
  • δυωδεκατειχής
  • ἐκτειχισμός
  • ἐκτειχίζω
  • ἐντειχίδιος
  • ἐντείχιος
  • ἐντειχίζω
  • ἐπιτείχισις
  • ἐπιτείχισμα
  • ἐπιτειχισμός
  • ἐπιτειχίζω
  • ἐπιτείχιος
  • ἑπτατειχεῖς
  • ἑπτατείχης
  • εὐαποτείχιστος
  • εὐτείχεος
  • εὐτειχής
  • εὐτείχητος
  • εὐτείχιστος
  • εὔτειχος
  • κατατειχίζω
  • κατατειχογραφέω
  • λινοτειχής
  • μελαντειχής
  • μεσοτείχιος
  • παρατείχισμα
  • παρατειχίζω
  • περιτείχισις
  • περιτείχισμα
  • περιτειχισμός
  • περιτειχίζω
  • περίτειχος
  • προστειχίζω
  • προτειχίζω
  • θαλασσοτείχιστος
  • θεοτείχης
  • συμπεριτειχίζω
  • συντειχίζω
  • τειχάριον
  • τειχεσιπλήτης
  • τειχέω
  • τειχήρης
  • τειχίδιον
  • τειχίζω
  • τειχικός
  • τειχιόεις
  • τειχίον
  • τείχισις
  • τείχισμα
  • τειχίον
  • τειχισμός
  • τειχιστής
  • τειχοδομέω
  • τειχοδόμημα
  • τειχοδομία
  • τειχοδόμος
  • τειχοκαταλύτης
  • τειχοκρατέω
  • τειχολέτις
  • τειχομαχέω
  • τειχομάχης
  • τειχομαχία
  • τειχομαχικός
  • τειχόμαχος
  • τειχομελής
  • τειχοπόης
  • τειχοποιέω
  • τειχοποιία
  • τειχοποιικός
  • τειχοποιός
  • τειχοσκοπία
  • τειχοφυλακέω
  • τειχοφύλαξ
  • τειχύδριον
  • τείχωμα
  • τειχωτός
  • τρίτειχος
  • ὑποτείχισις
  • ὑποτείχισμα
  • ὑποτειχίζω
  • χαλκοτειχής

Αναφορές

  1. τείχος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.