τειχίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | τειχίον | τὰ | τειχίᾰ |
| γενική | τοῦ | τειχίου | τῶν | τειχίων |
| δοτική | τῷ | τειχίῳ | τοῖς | τειχίοις |
| αιτιατική | τὸ | τειχίον | τὰ | τειχίᾰ |
| κλητική ὦ! | τειχίον | τειχίᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τειχίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τειχίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τειχίον < τεῖχος + υποκοριστικό επίθημα -ίον
Ουσιαστικό
τειχίον, -ου ουδέτερο
- (οικοδομική) το περιτοίχισμα αυλών σπιτιών (ενώ το τείχος, πόλεων)
- ※ μέγα τειχίον αὐλῆς ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π), στίχ. 165, επίσης 16 (π), στίχ. 343
Πηγές
- τειχίον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τειχίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.