τειχίον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τειχίον τὰ τειχί
      γενική τοῦ τειχίου τῶν τειχίων
      δοτική τῷ τειχί τοῖς τειχίοις
    αιτιατική τὸ τειχίον τὰ τειχί
     κλητική ! τειχίον τειχί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τειχίω
γεν-δοτ τοῖν  τειχίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τειχίον < τεῖχος + υποκοριστικό επίθημα -ίον

Ουσιαστικό

τειχίον, -ου ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.