ἀντιτείχισμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀντιτείχισμᾰ τὰ ἀντιτειχίσμᾰτ
      γενική τοῦ ἀντιτειχίσμᾰτος τῶν ἀντιτειχισμᾰ́των
      δοτική τῷ ἀντιτειχίσμᾰτ τοῖς ἀντιτειχίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἀντιτείχισμᾰ τὰ ἀντιτειχίσμᾰτ
     κλητική ! ἀντιτείχισμᾰ ἀντιτειχίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀντιτειχίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀντιτειχισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀντιτείχισμα < ἀντιτειχίζω, ἀντι-τειχισ- + -μα < τεῖχος

Ουσιαστικό

ἀντιτείχισμα ουδέτερο

  • (στρατιωτικός όρος) τείχισμα που κατασκευάζεται για να χρησιμοποιηθεί για την εξουδετέρωση άλλου τειχίσματος
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 77
    Μετὰ δὲ τοῦτο οἱ Πελοποννήσιοι, ὡς αἵ τε μηχαναὶ οὐδὲν ὠφέλουν καὶ τῷ χώματι τὸ ἀντιτείχισμα ἐγίγνετο, νομίσαντες ἄπορον εἶναι ἀπὸ τῶν παρόντων δεινῶν ἑλεῖν τὴν πόλιν πρὸς τὴν περιτείχισιν παρεσκευάζοντο.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.