ἀντιτείχισμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἀντιτείχισμᾰ | τὰ | ἀντιτειχίσμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | ἀντιτειχίσμᾰτος | τῶν | ἀντιτειχισμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | ἀντιτειχίσμᾰτῐ | τοῖς | ἀντιτειχίσμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ἀντιτείχισμᾰ | τὰ | ἀντιτειχίσμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀντιτείχισμᾰ | ἀντιτειχίσμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀντιτειχίσμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀντιτειχισμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἀντιτείχισμα ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) τείχισμα που κατασκευάζεται για να χρησιμοποιηθεί για την εξουδετέρωση άλλου τειχίσματος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 77
- Μετὰ δὲ τοῦτο οἱ Πελοποννήσιοι, ὡς αἵ τε μηχαναὶ οὐδὲν ὠφέλουν καὶ τῷ χώματι τὸ ἀντιτείχισμα ἐγίγνετο, νομίσαντες ἄπορον εἶναι ἀπὸ τῶν παρόντων δεινῶν ἑλεῖν τὴν πόλιν πρὸς τὴν περιτείχισιν παρεσκευάζοντο.
Πηγές
- ἀντιτείχισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀντιτείχισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.