περιτείχισις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιτείχισῐς αἱ περιτειχίσεις
      γενική τῆς περιτειχίσεως τῶν περιτειχίσεων
      δοτική τῇ περιτειχίσει ταῖς περιτειχίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περιτείχισῐν τὰς περιτειχίσεις
     κλητική ! περιτείχισῐ περιτειχίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιτειχίσει
γεν-δοτ τοῖν  περιτειχισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιτείχισις < περιτειχί(ζω) + -σις

Ουσιαστικό

περιτείχισις, -εως θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.