τειχεσιπλῆτα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | *τειχεσιπλήτης | |||
| γενική | ||||
| δοτική | ||||
| αιτιατική | ||||
| κλητική ὦ! | τειχεσιπλῆτα | |||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | ||||
| γεν-δοτ | ||||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τειχεσιπλῆτα < (τείχος) τειχεσ- + (πελάω), θέμα ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τειχεσιπλῆτα: κλητική ενικού του αμάρτυρου *τειχεσιπλήτης, (ελλειπτικό ουσιαστικό)
- αυτός που προσβάλλει τα τείχη, ο πολιορκητής και καταστροφέας πόλεων
- «Ἄρες Ἄρες βροτολοιγὲ μιαιφόνε τειχεσιπλῆτα» (φράση που λένε στον Άρη, η Αθηνά (Ε.31) και ο Απόλλωνας (Ε.455) στην 5η ραψωδία της Ιλιάδας)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 31 (στίχοι 29-34)
- […] ἀτὰρ γλαυκῶπις Ἀθήνη
χειρὸς ἑλοῦσ’ ἐπέεσσι προσηύδα θοῦρον Ἄρηα:
«Ἄρες Ἄρες βροτολοιγὲ μιαιφόνε τειχεσιπλῆτα
οὐκ ἂν δὴ Τρῶας μὲν ἐάσαιμεν καὶ Ἀχαιοὺς
μάρνασθ’, ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξῃ,
νῶϊ δὲ χαζώμεσθα, Διὸς δ’ ἀλεώμεθα μῆνιν;»- → δείτε μεταφράσεις στο Ἄρης
Πηγές
- τειχεσιπλήτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τειχεισπλήτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.