διατείχισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διατείχισμα | τα | διατειχίσματα |
| γενική | του | διατειχίσματος | των | διατειχισμάτων |
| αιτιατική | το | διατείχισμα | τα | διατειχίσματα |
| κλητική | διατείχισμα | διατειχίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διατείχισμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διατείχισμα < διατειχίζω. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + τείχισμα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈti.çi.zma/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐τεί‐χι‐σμα
- ομόηχο: διατοίχισμα
Ουσιαστικό
διατείχισμα ουδέτερο
- για χώρισμα σε τοίχο → δείτε τη λέξη διατοίχισμα
Πηγές
- διατείχισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- διατείχισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | διατείχισμᾰ | τὰ | διατειχίσμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | διατειχίσμᾰτος | τῶν | διατειχισμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | διατειχίσμᾰτῐ | τοῖς | διατειχίσμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | διατείχισμᾰ | τὰ | διατειχίσμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | διατείχισμᾰ | διατειχίσμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διατειχίσμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διατειχισμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διατείχισμα ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος, οικοδομική) διατείχισμα ανάμεσα σε δύο τείχη (και μεταφορικά)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 34.2
- καὶ τῶν βαρβάρων ἐπαγαγόμενοι ἐν διατειχίσματι εἶχον
- και βαρβάρους που τους έστησε [ο Πάχης, αθηναίος στρατηγός] σε [μέρος με] διατείχισμα [δηλαδή, χωριστά από άλλους, ή από την πόλη]
- καὶ τῶν βαρβάρων ἐπαγαγόμενοι ἐν διατειχίσματι εἶχον
- → δείτε και παράθεμα του Πλούταρχου στην έκφραση κατὰ τὸ λαγαρώτατον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 34.2
Πηγές
- διατείχισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διατείχισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.