διατείχισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διατείχισμα τα διατειχίσματα
      γενική του διατειχίσματος των διατειχισμάτων
    αιτιατική το διατείχισμα τα διατειχίσματα
     κλητική διατείχισμα διατειχίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διατείχισμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διατείχισμα < διατειχίζω. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + τείχισμα.

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯aˈti.çi.zma/
παλιότερος συλλαβισμός: διατείχισμα
ομόηχο: διατοίχισμα

Ουσιαστικό

διατείχισμα ουδέτερο

  • (ιστορία, στρατιωτικός όρος, οικοδομική) εγκάρσιος τοίχος σε τάφρους, ανάμεσα σε δύο τείχη
    1. ως ενδιάμεσο οχυρωματικό τείχος
    2. που συγκρατούσε τα νερά της βροχής

  • για χώρισμα σε τοίχο  δείτε τη λέξη διατοίχισμα

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διατείχισμᾰ τὰ διατειχίσμᾰτ
      γενική τοῦ διατειχίσμᾰτος τῶν διατειχισμᾰ́των
      δοτική τῷ διατειχίσμᾰτ τοῖς διατειχίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ διατείχισμᾰ τὰ διατειχίσμᾰτ
     κλητική ! διατείχισμᾰ διατειχίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διατειχίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  διατειχισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διατείχισμα < διατειχίζω, διατειχισ- + -μα. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + τείχισμα.

Ουσιαστικό

διατείχισμα ουδέτερο

  • (στρατιωτικός όρος, οικοδομική) διατείχισμα ανάμεσα σε δύο τείχη (και μεταφορικά)
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 34.2
    καὶ τῶν βαρβάρων ἐπαγαγόμενοι ἐν διατειχίσματι εἶχον
    και βαρβάρους που τους έστησε [ο Πάχης, αθηναίος στρατηγός] σε [μέρος με] διατείχισμα [δηλαδή, χωριστά από άλλους, ή από την πόλη]
     δείτε και παράθεμα του Πλούταρχου στην έκφραση  κατὰ τὸ λαγαρώτατον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.