τειχομαχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τειχομαχία | οι | τειχομαχίες |
| γενική | της | τειχομαχίας | των | τειχομαχιών |
| αιτιατική | την | τειχομαχία | τις | τειχομαχίες |
| κλητική | τειχομαχία | τειχομαχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τειχομαχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τειχομαχία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τειχομαχία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.