τειχοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | τειχοποιός | οι | τειχοποιοί |
| γενική | του/της | τειχοποιού | των | τειχοποιών |
| αιτιατική | τον/την | τειχοποιό | τους/τις | τειχοποιούς |
| κλητική | τειχοποιέ | τειχοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τειχοποιός < αρχαία ελληνική τειχοποιός < τεῖχος + ποιέω / ποιῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.xo.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τει‐χο‐ποι‐ός
Μεταφράσεις
τειχοποιός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | τειχοποιός | τὸ | τειχοποιόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | τειχοποιοῦ | τοῦ | τειχοποιοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | τειχοποιῷ | τῷ | τειχοποιῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | τειχοποιόν | τὸ | τειχοποιόν | ||
| κλητική ὦ! | τειχοποιέ | τειχοποιόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | τειχοποιοί | τὰ | τειχοποιᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | τειχοποιῶν | τῶν | τειχοποιῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | τειχοποιοῖς | τοῖς | τειχοποιοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | τειχοποιούς | τὰ | τειχοποιᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | τειχοποιοί | τειχοποιᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τειχοποιώ | τὼ | τειχοποιώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τειχοποιοῖν | τοῖν | τειχοποιοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.xo.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τει‐χο‐ποι‐ός
Πηγές
- τειχοποιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τειχοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.