τείχισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τείχισμα | τα | τειχίσματα |
| γενική | του | τειχίσματος | των | τειχισμάτων |
| αιτιατική | το | τείχισμα | τα | τειχίσματα |
| κλητική | τείχισμα | τειχίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τείχισμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τείχισμα < τειχίζω, τειχισ- + -μα < τεῖχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈti.çi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τεί‐χι‐σμα
Σύνθετα
- αντιτείχισμα
- αποτείχισμα
- διατείχισμα
- επιτείχισμα
- περιτείχισμα
- προτείχισμα
- Με το τοίχος μόνο μερικά σύνθετα σε -τοιχισμα όπως διατοίχισμα, εντοίχισμα, περιτοίχισμα
Μεταφράσεις
τείχισμα
|
|
Πηγές
- τείχισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | τείχισμᾰ | τὰ | τειχίσμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | τειχίσμᾰτος | τῶν | τειχισμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | τειχίσμᾰτῐ | τοῖς | τειχίσμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | τείχισμᾰ | τὰ | τειχίσμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | τείχισμᾰ | τειχίσμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τειχίσμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τειχισμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τείχισμα ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος, οικοδομική) το τείχισμα, τείχος, οχυρό
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 8.6
- ἡ γὰρ νῆσος ἡ Σφακτηρία καλουμένη τόν τε λιμένα παρατείνουσα καὶ ἐγγὺς ἐπικειμένη ἐχυρὸν ποιεῖ καὶ τοὺς ἔσπλους στενούς, τῇ μὲν δυοῖν νεοῖν διάπλουν κατὰ τὸ τείχισμα τῶν Ἀθηναίων καὶ τὴν Πύλον, τῇ δὲ πρὸς τὴν ἄλλην ἤπειρον ὀκτὼ ἢ ἐννέα
- Σε μικρή απόσταση απ᾽ την ακτή, το νησί που λέγεται Σφακτηρία εκτείνεται στην είσοδο του κόλπου και τον προστατεύει σαν φυσικό οχυρό, επειδή τα δύο στόμιά του είναι πολύ στενά. Από το ένα, προς την μεριά του οχυρού των Αθηναίων και την Πύλο, μπορούν να περάσουν δύο μόνο καράβια κατά μέτωπο. Από το άλλο, προς το μέρος της στεριάς, μπορούν να περάσουν οκτώ ή εννέα.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἡ γὰρ νῆσος ἡ Σφακτηρία καλουμένη τόν τε λιμένα παρατείνουσα καὶ ἐγγὺς ἐπικειμένη ἐχυρὸν ποιεῖ καὶ τοὺς ἔσπλους στενούς, τῇ μὲν δυοῖν νεοῖν διάπλουν κατὰ τὸ τείχισμα τῶν Ἀθηναίων καὶ τὴν Πύλον, τῇ δὲ πρὸς τὴν ἄλλην ἤπειρον ὀκτὼ ἢ ἐννέα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 8.6
Σύνθετα
- ἀντιτείχισμα
- ἀποτείχισμα
- διατείχισμα
- ἐπιτείχισμα
- παρατείχισμα
- περιτείχισμα
- προτείχισμα
- ὑποτείχισμα
Πηγές
- τείχισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τείχισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.