τείχισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τείχισμα τα τειχίσματα
      γενική του τειχίσματος των τειχισμάτων
    αιτιατική το τείχισμα τα τειχίσματα
     κλητική τείχισμα τειχίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τείχισμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τείχισμα < τειχίζω, τειχισ- + -μα < τεῖχος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈti.çi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τείχισμα

Ουσιαστικό

τείχισμα ουδέτερο

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τείχισμᾰ τὰ τειχίσμᾰτ
      γενική τοῦ τειχίσμᾰτος τῶν τειχισμᾰ́των
      δοτική τῷ τειχίσμᾰτ τοῖς τειχίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ τείχισμᾰ τὰ τειχίσμᾰτ
     κλητική ! τείχισμᾰ τειχίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τειχίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  τειχισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τείχισμα < τειχίζω, τειχισ- + -μα < τεῖχος

Ουσιαστικό

τείχισμα ουδέτερο

  • (στρατιωτικός όρος, οικοδομική) το τείχισμα, τείχος, οχυρό
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 8.6
    ἡ γὰρ νῆσος ἡ Σφακτηρία καλουμένη τόν τε λιμένα παρατείνουσα καὶ ἐγγὺς ἐπικειμένη ἐχυρὸν ποιεῖ καὶ τοὺς ἔσπλους στενούς, τῇ μὲν δυοῖν νεοῖν διάπλουν κατὰ τὸ τείχισμα τῶν Ἀθηναίων καὶ τὴν Πύλον, τῇ δὲ πρὸς τὴν ἄλλην ἤπειρον ὀκτὼ ἢ ἐννέα
    Σε μικρή απόσταση απ᾽ την ακτή, το νησί που λέγεται Σφακτηρία εκτείνεται στην είσοδο του κόλπου και τον προστατεύει σαν φυσικό οχυρό, επειδή τα δύο στόμιά του είναι πολύ στενά. Από το ένα, προς την μεριά του οχυρού των Αθηναίων και την Πύλο, μπορούν να περάσουν δύο μόνο καράβια κατά μέτωπο. Από το άλλο, προς το μέρος της στεριάς, μπορούν να περάσουν οκτώ ή εννέα.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr

Σύνθετα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη τεῖχος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.