προτειχίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προτειχίζω < ελληνιστική κοινή προτειχίζω[1] [2] < αρχαία ελληνική πρό + τειχίζω < τεῖχος
Συγγενικά
- προτείχιο
- προτείχιση
- προτείχισμα
- προτειχισμένος
- → δείτε τις λέξεις προ και τείχος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προτειχίζω | προτείχιζα | θα προτειχίζω | να προτειχίζω | προτειχίζοντας | |
| β' ενικ. | προτειχίζεις | προτείχιζες | θα προτειχίζεις | να προτειχίζεις | προτείχιζε | |
| γ' ενικ. | προτειχίζει | προτείχιζε | θα προτειχίζει | να προτειχίζει | ||
| α' πληθ. | προτειχίζουμε | προτειχίζαμε | θα προτειχίζουμε | να προτειχίζουμε | ||
| β' πληθ. | προτειχίζετε | προτειχίζατε | θα προτειχίζετε | να προτειχίζετε | προτειχίζετε | |
| γ' πληθ. | προτειχίζουν(ε) | προτείχιζαν προτειχίζαν(ε) |
θα προτειχίζουν(ε) | να προτειχίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προτείχισα | θα προτειχίσω | να προτειχίσω | προτειχίσει | ||
| β' ενικ. | προτείχισες | θα προτειχίσεις | να προτειχίσεις | προτείχισε | ||
| γ' ενικ. | προτείχισε | θα προτειχίσει | να προτειχίσει | |||
| α' πληθ. | προτειχίσαμε | θα προτειχίσουμε | να προτειχίσουμε | |||
| β' πληθ. | προτειχίσατε | θα προτειχίσετε | να προτειχίσετε | προτειχίστε | ||
| γ' πληθ. | προτείχισαν προτειχίσαν(ε) |
θα προτειχίσουν(ε) | να προτειχίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προτειχίσει | είχα προτειχίσει | θα έχω προτειχίσει | να έχω προτειχίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προτειχίσει | είχες προτειχίσει | θα έχεις προτειχίσει | να έχεις προτειχίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προτειχίσει | είχε προτειχίσει | θα έχει προτειχίσει | να έχει προτειχίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προτειχίσει | είχαμε προτειχίσει | θα έχουμε προτειχίσει | να έχουμε προτειχίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προτειχίσει | είχατε προτειχίσει | θα έχετε προτειχίσει | να έχετε προτειχίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προτειχίσει | είχαν προτειχίσει | θα έχουν προτειχίσει | να έχουν προτειχίσει |
| |
Μεταφράσεις
προτειχίζω
|
|
- προτειχίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προτειχίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.