τοῖχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τοῖχος | οἱ | τοῖχοι |
| γενική | τοῦ | τοίχου | τῶν | τοίχων |
| δοτική | τῷ | τοίχῳ | τοῖς | τοίχοις |
| αιτιατική | τὸν | τοῖχον | τοὺς | τοίχους |
| κλητική ὦ! | τοῖχε | τοῖχοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τοίχω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τοίχοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοῖχος, παράλληλος τύπος του τεῖχος < μεταπτωτική βαθμίδα του κοινού θέματος στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeyǵʰ-. Συγγενή: μυκηναϊκή 𐀵𐀒𐀈𐀔 (to-ko-do-ma, τοι-χο-δόμος).[1]
Ουσιαστικό
τοῖχος, -ου αρσενικό
- τοίχος σε εσωτερικό χώρο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 37.3
- ταῦτα δὲ ποιήσας, ὥστε φυλασσόμενος ὑπὸ φυλάκων, διορύξας τὸν τοῖχον ἀπέδρη ἐς Τεγέην,
- Κι αφού έκανε αυτά, καθώς τον φρουρούσαν δεσμοφύλακες, άνοιξε τρύπα στον τοίχο κι απέδρασε στην Τεγέα·
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ταῦτα δὲ ποιήσας, ὥστε φυλασσόμενος ὑπὸ φυλάκων, διορύξας τὸν τοῖχον ἀπέδρη ἐς Τεγέην,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 37.3
- (ναυτικός όρος, για πλοία) η πλευρά πλοίου
- νηὸς ὑπὲρ τοίχων ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 382
- → δείτε και τις λέξεις τοίχαρχος και τοιχάς
- (μεταφορικά) μεριά του σώματος
Παροιμίες
- τοίχους τοὺς δύο ἐπαλείφειν
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
τοιχ-
τοιχ-
παράγωγα και σύνθετα
- ἀνατοιχάσαι
- ἀνατοιχέω
- ἀνισοτοιχέω
- ἀντίτοιχος
- ἀργυρότοιχος
- ἄτοιχος
- δεξιότοιχος
- διατοιχέω
- διάτοιχος
- δίτοιχος
- ἐκτοιχωρυχέω
- ἐντοίχιος
- ἐρειψίτοιχος
- εὔτοιχος
- ἰσότοιχος
- κατατοιχογραφέω
- μεσότοιχον
- μεσότοιχος
- ὁμότοιχος
- τοίχαρχος
- τοιχάς
- τοιχίδιον
- τοιχίον
- τοιχίζω
- τοιχοβάτης
- τοιχοδιφήτωρ
- τοιχοδομέω
- τοιχοφορέω
- τοιχογραφία
- τοιχόκρανον
- τοιχόομαι
- τοιχοποιία
- τοιχοποιός
- τοιχοπυργίσκος
- τοιχορύκτης
- τοιχωρυχέω
- τοιχωρύχημα
- τοιχωρυχία
- τοιχωρυχική
- τοιχωρύχος
- τοιχωτός
- → δείτε και τη λέξη τεῖχος
Αναφορές
- τοίχος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τοῖχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τοῖχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.