τενεκεδένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τενεκεδένιος η τενεκεδένια το τενεκεδένιο
      γενική του τενεκεδένιου της τενεκεδένιας του τενεκεδένιου
    αιτιατική τον τενεκεδένιο την τενεκεδένια το τενεκεδένιο
     κλητική τενεκεδένιε τενεκεδένια τενεκεδένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τενεκεδένιοι οι τενεκεδένιες τα τενεκεδένια
      γενική των τενεκεδένιων των τενεκεδένιων των τενεκεδένιων
    αιτιατική τους τενεκεδένιους τις τενεκεδένιες τα τενεκεδένια
     κλητική τενεκεδένιοι τενεκεδένιες τενεκεδένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τενεκεδένιος < τενεκές, θέμα πληθυντικού τενεκέδ-(ες) + -ένιος

Προφορά

ΔΦΑ : /te.ne.ceˈðe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τενεκεδένιος

Επίθετο

τενεκεδένιος

  1. που είναι φτιαγμένος από τενεκέ
    τενεκεδένια στρατιωτάκια
  2. (μειωτικό) φτηνός
    τενεκεδένια κοσμήματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.