σκουπιδοτενεκές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκουπιδοτενεκές οι σκουπιδοτενεκέδες
      γενική του σκουπιδοτενεκέ των σκουπιδοτενεκέδων
    αιτιατική τον σκουπιδοτενεκέ τους σκουπιδοτενεκέδες
     κλητική σκουπιδοτενεκέ σκουπιδοτενεκέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δυο μεταλλικοί σκουπιδοτενεκέδες.

Ετυμολογία

σκουπιδοτενεκές < σκουπίδ(ι) + -ο- + τενεκές

Ουσιαστικό

σκουπιδοτενεκές αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.