Τενεκές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τενεκές | οι | Τενεκέδες |
| γενική | του | Τενεκέ | των | Τενεκέδων |
| αιτιατική | τον | Τενεκέ | τους | Τενεκέδες |
| κλητική | Τενεκέ | Τενεκέδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσελεμεντές (κλίση: καφές)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τενεκές < τενεκές
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Тенекес
- λατινικοί χαρακτήρες: Tenekes
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.