τελεστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τελεστικός | η | τελεστική | το | τελεστικό |
| γενική | του | τελεστικού | της | τελεστικής | του | τελεστικού |
| αιτιατική | τον | τελεστικό | την | τελεστική | το | τελεστικό |
| κλητική | τελεστικέ | τελεστική | τελεστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τελεστικοί | οι | τελεστικές | τα | τελεστικά |
| γενική | των | τελεστικών | των | τελεστικών | των | τελεστικών |
| αιτιατική | τους | τελεστικούς | τις | τελεστικές | τα | τελεστικά |
| κλητική | τελεστικοί | τελεστικές | τελεστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τελεστικός < αρχαία ελληνική τελεστικός < τελεστής < τέλεσις < τελέω / τελῶ < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)(σε κάποιες περιπτώσεις (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική operational)
Επίθετο
τελεστικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
τελεστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.