τεθλασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεθλασμένος η τεθλασμένη το τεθλασμένο
      γενική του τεθλασμένου της τεθλασμένης του τεθλασμένου
    αιτιατική τον τεθλασμένο την τεθλασμένη το τεθλασμένο
     κλητική τεθλασμένε τεθλασμένη τεθλασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεθλασμένοι οι τεθλασμένες τα τεθλασμένα
      γενική των τεθλασμένων των τεθλασμένων των τεθλασμένων
    αιτιατική τους τεθλασμένους τις τεθλασμένες τα τεθλασμένα
     κλητική τεθλασμένοι τεθλασμένες τεθλασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τεθλασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θλάω-θλῶ (: σπάζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /te.θlaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεθλασμένος

Μετοχή

τεθλασμένος, -η, -ο

  1. (γεωμετρία) που έχει το σχήμα της τεθλασμένης, της γραμμής που αποτελείται από διαδοχικά ευθύγραμμα τμήματα που δεν ανήκουν στην ίδια ευθεία
  2. (κατ’ επέκταση) για επιφάνεια της οποίας η τομή είναι μια τεθλασμένη γραμμή
  3. (κατ’ επέκταση) για οτιδήποτε μοιάζει, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, με την τεθλασμένη γραμμή

Εκφράσεις

  • διά της τεθλασμένης: με πλάγια (και ίσως ανέντιμα) μέσα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.