τεθλασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τεθλασμένος | η | τεθλασμένη | το | τεθλασμένο |
| γενική | του | τεθλασμένου | της | τεθλασμένης | του | τεθλασμένου |
| αιτιατική | τον | τεθλασμένο | την | τεθλασμένη | το | τεθλασμένο |
| κλητική | τεθλασμένε | τεθλασμένη | τεθλασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τεθλασμένοι | οι | τεθλασμένες | τα | τεθλασμένα |
| γενική | των | τεθλασμένων | των | τεθλασμένων | των | τεθλασμένων |
| αιτιατική | τους | τεθλασμένους | τις | τεθλασμένες | τα | τεθλασμένα |
| κλητική | τεθλασμένοι | τεθλασμένες | τεθλασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τεθλασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θλάω-θλῶ (: σπάζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /te.θlaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐θλα‐σμέ‐νος
Μετοχή
τεθλασμένος, -η, -ο
- (γεωμετρία) που έχει το σχήμα της τεθλασμένης, της γραμμής που αποτελείται από διαδοχικά ευθύγραμμα τμήματα που δεν ανήκουν στην ίδια ευθεία
- (κατ’ επέκταση) για επιφάνεια της οποίας η τομή είναι μια τεθλασμένη γραμμή
- (κατ’ επέκταση) για οτιδήποτε μοιάζει, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, με την τεθλασμένη γραμμή
Εκφράσεις
- διά της τεθλασμένης: με πλάγια (και ίσως ανέντιμα) μέσα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.