brisé
Γαλλικά (fr)
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | brisé | brisés |
| θηλυκό | brisée | brisées |
Μετοχή
brisé (fr)
- μετοχή αορίστου του ρήματος briser
- σπασμένος, τσακιστός
- (γεωμετρία) τεθλασμένος
- (μουσική, νεολογισμός του 20ου αιώνα) μπριζέ (για τρόπο εκτέλεσης συγχορδίας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.