τεθλασμένη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τεθλασμένη | οι | τεθλασμένες |
| γενική | της | τεθλασμένης | των | τεθλασμένων |
| αιτιατική | την | τεθλασμένη | τις | τεθλασμένες |
| κλητική | τεθλασμένη | τεθλασμένες | ||
| Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τεθλασμένη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τεθλασμένη (σπασμένη), θηλυκό του τεθλασμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θλάω-θλῶ (σπάζω) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ligne brisée.[1]
Ουσιαστικό
τεθλασμένη θηλυκό
- (γεωμετρία) η γραμμή που αποτελείται από διαδοχικά ευθύγραμμα τμήματα που δεν ανήκουν στην ίδια ευθεία
Εκφράσεις
- διά της τεθλασμένης: δια της πλαγίας οδού, με πλάγια (και ίσως ανέντιμα) μέσα
Συγγενικά
Αναφορές
- τεθλασμένη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.