θλάση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θλάση οι θλάσεις
      γενική της θλάσης* των θλάσεων
    αιτιατική τη θλάση τις θλάσεις
     κλητική θλάση θλάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θλάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θλάση < αρχαία ελληνική θλάσις

Ουσιαστικό

θλάση θηλυκό

  1. (ιατρική) τραυματισμός σε ιστό του σώματος, που δεν συνοδεύεται από τραυματισμό στο δέρμα
  2. (λόγιο) η ρήξη, το σπάσιμο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.