θλάση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θλάση | οι | θλάσεις |
| γενική | της | θλάσης* | των | θλάσεων |
| αιτιατική | τη | θλάση | τις | θλάσεις |
| κλητική | θλάση | θλάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, θλάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θλάση < αρχαία ελληνική θλάσις
Ουσιαστικό
θλάση θηλυκό
- (ιατρική) τραυματισμός σε ιστό του σώματος, που δεν συνοδεύεται από τραυματισμό στο δέρμα
- (λόγιο) η ρήξη, το σπάσιμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.