θλάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | θλῶ | θλῶμαι |
| Παρατατικός | ἔθλων | ἐθλώμην |
| Μέλλοντας | θλάσω | θλασθήσομαι |
| Αόριστος | ἔθλᾰσα | ἐθλάσθην |
| Παρακείμενος | τέθλασμαι | |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.