θλάω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  θλῶ   θλῶμαι 
Παρατατικός  ἔθλων   ἐθλώμην 
Μέλλοντας  θλάσω   θλασθήσομαι 
Αόριστος  ἔθλᾰσα   ἐθλάσθην 
Παρακείμενος  τέθλασμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ρήμα

θλάω

  1. (μεταβατικό) σπάω
  2. (μεταφορικά) καταπιέζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.