ταχύπους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | ταχύπους | το | ταχύπουν | ||
| γενική | του/της | ταχύποδος | του | ταχύποδος | ||
| αιτιατική | τον/την | ταχύποδα | το | ταχύπουν | ||
| κλητική | ταχύπους* | ταχύπουν* | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | ταχύποδες | τα | ταχύποδα | ||
| γενική | των | ταχυπόδων | των | ταχυπόδων | ||
| αιτιατική | τους/τις | ταχύποδες | τα | ταχύποδα | ||
| κλητική | ταχύποδες | ταχύποδα | ||||
| * Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση όπως στα αρχαία ελληνικά για σύνθετες λέξεις με το πούς. Στην κοινή νεοελληνική, επίθετα σε -ποδος, -η, -ο. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ταχύπους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταχύπους (επίθετο). Μορφολογικά αναλύεται σε ταχύ- + -πους
Επίθετο
ταχύπους, -ους, -ουν, γενική ενικού -ποδος
- (λόγιο) ο γοργός στα πόδια, ο γοργοπόδαρος, για άνθρωπο ή ζώο, κυρίως το πρώτο
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| τᾰχῠποδ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ταχύπους | τὸ | ταχύπουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ταχύποδος | τοῦ | ταχύποδος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ταχύπόδῐ | τῷ | ταχύποδῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ταχύποδᾰ | τὸ | ταχύπουν | ||
| κλητική ὦ! | ταχύπους | ταχύπουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ταχύποδες | τὰ | ταχύποδᾰ | ||
| γενική | τῶν | ταχυπόδων | τῶν | ταχυπόδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ταχύποσῐ(ν) | τοῖς | ταχύποσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ταχύποδᾰς | τὰ | ταχύποδᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ταχύποδες | ταχύποδᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταχύποδε | τὼ | ταχύποδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ταχυπόδοιν | τοῖν | ταχυπόδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ταχύπους < (ταχύς) ταχύ- + -πους (πούς). Επίσης ουσιαστικοποιημένο και στα τρία γένη.
Επίθετο
ταχύπους, -ους, -ουν
Πηγές
- ταχύπους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταχύπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.