ταχυ-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ταχυ- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταχυ- < ταχύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χυ-
Πρόθημα
ταχυ- ή ταχύ-
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ταχυ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ταχύ- στο Βικιλεξικό
- ταχυ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ταχυ- < ταχύς
Πρόθημα
ταχυ- ή ταχύ-
- πρώτο συνθετικό που προσδίδει τη σημασία του ταχύς στο δεύτερο συνθετικό
- ταχυμαθής
- ταχύβουλος, ταχύγλωσσος
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ταχυ- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ταχύ- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- Λέξεις ταχυ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.