ὠκύπους
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ὠκῠποδ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὠκύπους | τὸ | ὠκύπουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὠκύποδος | τοῦ | ὠκύποδος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὠκύπόδῐ | τῷ | ὠκύποδῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὠκύποδᾰ & ὠκύπουν |
τὸ | ὠκύπουν | ||
| κλητική ὦ! | ὠκύπους | ὠκύπουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὠκύποδες | τὰ | ὠκύποδᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὠκυπόδων | τῶν | ὠκυπόδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὠκύποσῐ(ν) & ὠκυπόδεσσῐ(ν) επικός |
τοῖς | ὠκύποσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὠκύποδᾰς | τὰ | ὠκύποδᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὠκύποδες | ὠκύποδᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠκύποδε | τὼ | ὠκύποδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὠκυπόδοιν | τοῖν | ὠκυπόδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ὠκύπους, -ους, -ουν
- ο γρήγορος στο τρέξιμο (συχνότερα για τα άλογα, όχι όμως αποκλειστικά για εκείνα)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 383
- εὖ δέ τις ἵπποισιν δεῖπνον δότω ὠκυπόδεσσιν
- → λείπει η μετάφραση
- ※ 1ος αιώνας πκε-κε ⌘ Στράβων, 15.1.57 @perseus.tufts.edu
- περὶ δὲ τῶν ἄλλων διηγεῖσθαι τοὺς φιλοσόφους, ὠκύποδάς τε ἱστοροῦντας ἵππων μᾶλλον ἀπιόντας,
- και σχετικά με τα άλλα, οι φιλόσοφοι [τον] πληροφόρησαν ότι οι Ωκύποδες[ονομασία λαού της περιοχής του Γάγγη] [...] που άφηναν πίσως τους τα άλογα → λείπει η μετάφραση
- περὶ δὲ τῶν ἄλλων διηγεῖσθαι τοὺς φιλοσόφους, ὠκύποδάς τε ἱστοροῦντας ἵππων μᾶλλον ἀπιόντας,
- ↪ ὠκύπους ἀγών
- (προσωνυμία) επίθετο του Ερμή
- ὠκύπος, -ος, -ον (ποιητικός τύπος)
Συνώνυμα
Πηγές
- ὠκύπους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠκύπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.