γοργοπόδαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γοργοπόδαρος η γοργοπόδαρη το γοργοπόδαρο
      γενική του γοργοπόδαρου της γοργοπόδαρης του γοργοπόδαρου
    αιτιατική τον γοργοπόδαρο τη γοργοπόδαρη το γοργοπόδαρο
     κλητική γοργοπόδαρε γοργοπόδαρη γοργοπόδαρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γοργοπόδαροι οι γοργοπόδαρες τα γοργοπόδαρα
      γενική των γοργοπόδαρων των γοργοπόδαρων των γοργοπόδαρων
    αιτιατική τους γοργοπόδαρους τις γοργοπόδαρες τα γοργοπόδαρα
     κλητική γοργοπόδαροι γοργοπόδαρες γοργοπόδαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γοργοπόδαρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γοργοπόδαρος. Μορφολογικά αναλύεται σε γοργο- + -πόδαρος [1]

Επίθετο

γοργοπόδαρος, -η, -ο

αρχαία ελληνικά: ὠκύπους

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.