ταχύμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταχύμετρο τα ταχύμετρα
      γενική του ταχύμετρου
& ταχυμέτρου
των ταχύμετρων
& ταχυμέτρων
    αιτιατική το ταχύμετρο τα ταχύμετρα
     κλητική ταχύμετρο ταχύμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταχύμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική tachymètre < αρχαία ελληνική ταχύς + μέτρον
Μορφολογικά, αναλύεται σε ταχύ- + -μετρο

Προφορά

ΔΦΑ : /taˈçi.me.tro/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταχύμετρο

Ουσιαστικό

ταχύμετρο ουδέτερο

  1. (τεχνολογία) όργανο που μετρά και καταγράφει την ταχύτητα ενός οχήματος (καθώς και τα χιλιόμετρα που διανύθηκαν)
    άλλες μορφές: ταχόμετρο
     δείτε τη λέξη κοντέρ
  2. (φυσική) όργανο που μετρά και καταγράφει την ταχύτητα περιστροφής ενός σώματος
  3. (τεχνολογία) όργανο που μετρά την ταχύτητα των βλημάτων ενός όπλου, τόσο εντός της κάννη όσο και στον αέρα
  4. (ναυτικός όρος) δρομόμετρο
  5. (τεχνολογία) όργανο τοπογράφων με το οποίο αποτυπώνεται κατά πλάτος και καθ’ ύψος μια περιοχή

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.