δρομόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δρομόμετρο | τα | δρομόμετρα |
| γενική | του | δρομομέτρου & δρομόμετρου |
των | δρομομέτρων |
| αιτιατική | το | δρομόμετρο | τα | δρομόμετρα |
| κλητική | δρομόμετρο | δρομόμετρα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δρομόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dromometer < αρχαία ελληνική δρόμος + μέτρον
Ουσιαστικό
δρομόμετρο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.