film

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
film films

film (en)

  1. (κινηματογράφος) η ταινία, το φιλμ
     συνώνυμα: movie
  2. (κινηματογράφος) το φιλμ, το πλαστικό για να αποτυπώνει εικόνες για φωτογράφηση ή κινηματογράφηση

Ρήμα

ενεστώτας film
γ΄ ενικό ενεστώτα films
αόριστος filmed
παθητική μετοχή filmed
ενεργητική μετοχή filming

film (en)

  1. (κινηματογράφος) καταγράφω, εγγράφω σε ταινία, κινηματογραφώ, βιντεοσκοπώ
    The events were filmed with my camera.
    Mε την κάμερα μου κινηματογραφήθηκαν τα γεγονότα.
     συνώνυμα: shoot,  και δείτε τη λέξη record



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
film films

film (fr) αρσενικό

Συγγενικά



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

film (it)



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

film (nl)



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

film (pl) αρσενικό

  1. το φιλμ
    • το κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο
    • η ταινία από ζελατίνη ή άλλο υλικό που έχει επιστρωθεί με φωτοευαίσθητο υλικό πριν ή μετά την εμφάνιση

Συγγενικά

  • filmidło
  • filmik
  • filmować / sfilmować
  • filmowanie
  • filmowiec
  • filmówka
  • filmowo
  • filmowy

Σύνθετα

  • filmografia
  • filmolog
  • filmologia
  • filmoteka
  • filmoznawca
  • filmoznawczy
  • filmoznawstwo
  • mikrofilm
  • wideofilm



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

film (sr)

  • λατινική γραφή του филм



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

film (sk)

Συγγενικά

  • filmár
  • filmovať
  • filmový
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.