film
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| film | films |
film (en)
- (κινηματογράφος) η ταινία, το φιλμ
- (κινηματογράφος) το φιλμ, το πλαστικό για να αποτυπώνει εικόνες για φωτογράφηση ή κινηματογράφηση
Ρήμα
| ενεστώτας | film |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | films |
| αόριστος | filmed |
| παθητική μετοχή | filmed |
| ενεργητική μετοχή | filming |
film (en)
- (κινηματογράφος) καταγράφω, εγγράφω σε ταινία, κινηματογραφώ, βιντεοσκοπώ
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
film (pl) αρσενικό
Συγγενικά
- filmidło
- filmik
- filmować / sfilmować
- filmowanie
- filmowiec
- filmówka
- filmowo
- filmowy
Σύνθετα
- filmografia
- filmolog
- filmologia
- filmoteka
- filmoznawca
- filmoznawczy
- filmoznawstwo
- mikrofilm
- wideofilm
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.