movie
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| movie | movies |
movie (en) (κινηματογράφος, ειδικά αμερικανικά αγγλικά)
- η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ
- (μόνο πληθυντικός, the movies) ο κινηματογράφος, το σινεμά, η δραστηριότητα κατά την οποία πηγαίνω σε έναν κινηματογράφο για να δω μια ταινία
- (μόνο πληθυντικός, the movies) ο κινηματογράφος, το σινεμά, η τέχνη ή βιομηχανία των ταινιών
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.