παρασιτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρασιτικός η παρασιτική το παρασιτικό
      γενική του παρασιτικού της παρασιτικής του παρασιτικού
    αιτιατική τον παρασιτικό την παρασιτική το παρασιτικό
     κλητική παρασιτικέ παρασιτική παρασιτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρασιτικοί οι παρασιτικές τα παρασιτικά
      γενική των παρασιτικών των παρασιτικών των παρασιτικών
    αιτιατική τους παρασιτικούς τις παρασιτικές τα παρασιτικά
     κλητική παρασιτικοί παρασιτικές παρασιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρασιτικός < ελληνιστική κοινή παρασιτικός < αρχαία ελληνική παράσιτος < παρά + σῖτος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική parasitique)

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.si.tiˈkos/

Επίθετο

παρασιτικός

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με παράσιτο ή αναφέρεται σ’ αυτό
    παρασιτική βλάστηση
  2. (μεταφορικά) που έχει σχέση με παράσιτο ή αναφέρεται σ’ αυτό
    ζει παρασιτικά εις βάρος της

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.