τερψιλαρύγγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τερψιλαρύγγιο τα τερψιλαρύγγια
      γενική του τερψιλαρύγγιου των τερψιλαρύγγιων
    αιτιατική το τερψιλαρύγγιο τα τερψιλαρύγγια
     κλητική τερψιλαρύγγιο τερψιλαρύγγια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τερψιλαρύγγιο < ουδέτερο του τερψιλαρύγγιος

Προφορά

ΔΦΑ : /teɾ.psi.laˈɾiŋ.ɟi.o/

Ουσιαστικό

τερψιλαρύγγιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.