τερψιθυμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τερψιθυμία οι τερψιθυμίες
      γενική της τερψιθυμίας των τερψιθυμιών
    αιτιατική την τερψιθυμία τις τερψιθυμίες
     κλητική τερψιθυμία τερψιθυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τερψιθυμία < τερψίθυμος < τέρπω + θυμός.

Ουσιαστικό

τερψιθυμία θηλυκό

  1. Η τέρψη (ευχαρίστηση) της ψυχής.
    Τα λόγια του είναι πηγή τερψιθυμίας.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.