τέρψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τέρψῐς | αἱ | τέρψεις |
| γενική | τῆς | τέρψεως (& τέρψιος) |
τῶν | τέρψεων |
| δοτική | τῇ | τέρψει | ταῖς | τέρψεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | τέρψῐν | τὰς | τέρψεις |
| κλητική ὦ! | τέρψῐ | τέρψεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τέρψει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τερψέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
με τερψ-
- ἀτερψία
- Τερψίας
- τερψιεπής
- τερψίφρων
- τερψίμβροτος
- τερψίνοος, τερψίνους
- Τερψιχόρα, Τερψιχόρη
- Τερψίχορος, τερψίχορος
→ και δείτε τη λέξη τέρπω
Πηγές
- τέρψις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέρψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.