τέρψις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τέρψῐς αἱ τέρψεις
      γενική τῆς τέρψεως
(& τέρψιος)
τῶν τέρψεων
      δοτική τῇ τέρψει ταῖς τέρψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τέρψῐν τὰς τέρψεις
     κλητική ! τέρψῐ τέρψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τέρψει
γεν-δοτ τοῖν  τερψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τέρψις < τέρπ(ω) + -σις > -ψις

Ουσιαστικό

τέρψις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

με τερψ-

 και δείτε τη λέξη τέρπω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.