τερψίθυμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τερψίθυμος η τερψίθυμη
& τερψίθυμος
το τερψίθυμο
      γενική του τερψίθυμου
& τερψιθύμου
της τερψίθυμης
& τερψιθύμου
του τερψίθυμου
& τερψιθύμου
    αιτιατική τον τερψίθυμο την τερψίθυμη
& τερψίθυμο
το τερψίθυμο
     κλητική τερψίθυμε τερψίθυμη
& τερψίθυμε
τερψίθυμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τερψίθυμοι οι τερψίθυμες
& τερψίθυμοι
τα τερψίθυμα
      γενική των τερψίθυμων
& τερψιθύμων
των τερψίθυμων
& τερψιθύμων
των τερψίθυμων
& τερψιθύμων
    αιτιατική τους τερψίθυμους
& τερψιθύμους
τις τερψίθυμες
& τερψιθύμους
τα τερψίθυμα
     κλητική τερψίθυμοι τερψίθυμες
& τερψίθυμοι
τερψίθυμα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα.
Δείτε #σημειώσεις για τη μετακίνηση του τόνου.
Κατηγορία όπως «διάδικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τερψίθυμος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική τερψίθυμος  δείτε  τέρπω + θυμός

Επίθετο

τερψίθυμος, -η/-ος, -ο

  • (αρχαιοπρεπές) ευχάριστος, που τέρπει (εφραίνει, ευχαριστεί) την ψυχή
    Ακούσαμε τον τερψίθυμον πασχάλιο χαιρετισμό: «Χριστός Ανέστη!».

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

τερψίθυμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

τερψίθυμος

Συγγενικά

  • γλυκυτερψίθυμος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.